-
1 επιτροπή
ἐπιτροπέωto be an administrator: pres subj mp 2nd sgἐπιτροπέωto be an administrator: pres ind mp 2nd sgἐπιτροπέωto be an administrator: pres subj act 3rd sgἐπιτροπήreference: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐπιτροπῇ
ἐπιτροπέωto be an administrator: pres subj mp 2nd sgἐπιτροπέωto be an administrator: pres ind mp 2nd sgἐπιτροπέωto be an administrator: pres subj act 3rd sgἐπιτροπήreference: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 επιτροπή
-
4 ἐπιτροπή
-
5 επιτροπη
ἥ1) обращение с жалобой, просьба о разборе дела(πρός τινα Dem.)
εἰς ἐπιτροπέν ἔρχεσθαι Dem. — передать дело в третейский суд;ἀνιέναι τέν ἐπιτροπήν Thuc. — отклонить третейское разбирательство2) полномочие, право разбора дел(ἐπιτροπην λαβεῖν Polyb.)
διδόναι τέν ἐπιτροπήν τινι Polyb. — уполномочить кого-л. на третейский разбор дел;μετ΄ ἐξουσίας καὴ ἐπιτροπῆς τῆς τινος (v. l. τῆς παρά τινος) NT. — с полномочиями от кого-л.3) третейское решениеεἰς ἐπιτροπέν ἑαυτὸν διδόναι или τέν ἐπιτροπέν διδόναι περὴ ἑαυτοῦ Polyb. — подчиниться чьему-л. решению
4) обязанности опекуна, опекунство, опека Plat.5) иск бывшего опекаемого к опекуну Lys., Dem., Plut. -
6 ἐπιτροπή
ἐπιτροπή, ῆς, ἡ (s. prec. entry; Thu. et al.; ins, pap, 2 Macc 13:14) authorization to carry out an assignment, permission, a commission, full power (Polyb. 3, 15, 7; Diod S 17, 47, 4; Dionys. Hal. 2, 45; POxy 743, 32 [2 B.C.] περὶ πάντων αὐτῷ τ. ἐπιτροπὴν δέδωκα; Philo, Poster. Cai. 181; Jos., Ant. 8, 162; Just., A I, 29, 2) μετʼ ἐπιτροπῆς (w. ἐξουσία) Ac 26:12.—M-M. Sv. -
7 επιτροπή
η1) комитет;κεντρική (κομματική) επιτροπή — центральный (партийный) комитет;
2) комиссия;εξεταστική επιτροπή — а) экзаменационная комиссия; — б) следственная комиссия; — в) ревизионная комиссия;
διεθνής εξεταστική επιτροπή — международная арбитражная комиссия;
επιτροπή απαλλαγών' — воен, медицинская комиссия;
εφορευτική επιτροπή — избирательная комиссия;
3) коллегия;ελλανοδίκη επιτροπή — спорт, судейская коллегия;
4) делегация -
8 ἐπιτροπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιτροπή
-
9 επιτροπή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιτροπή
-
10 ἐπιτροπή
полномочие, позволение, поручение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιτροπή
-
11 ἐπιτροπή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 13,14power to decide, decision, outcome -
12 επιτροπή
[эпитропи] ουσ θ комитет, комиссия. -
13 ἐπιτροπή
ἐπιτροπ-ή, ἡ,A reference, esp. to an arbiter in decision of a law-suit,ἠξίουν δίκης ἐπιτροπὴν σφίσι γενέσθαι ἢ ἐς πόλιν τινὰ ἢ ἰδιώτην Th.5.41
; ἡ ἐ.τούτῳ πρὸς Παρμένοντα γέγονε D.33.23
; εἰς ἐ. ἔρχεσθαι ib.14 ; ἡ ἐ. ἐγένετό μοι ib.16 ; τὴν ἐ. λῦσαι ibid.; ἀνέντες τὴν ἐ. having declined it, Th. 5.31.2 generally, power to decide,ἐ. διδόναι τινὶ περί τινος Hp. Decent.17
, cf. Schwyzer 195.10 (Crete (from Delos), ii B.C.);διδόναι τῇ συγκλήτῳ τὴν ἐ. Plb.18.39.5
; διδόναι ἑαυτοὺς εἰς ἐ., or τὴν ἐ. διδόναι περὶ σφῶν αὐτῶν, Lat. dedere se in fidem, to surrender absolutely, Id.2.11.8,15.8.14, etc.; ἐ. λαβεῖν εἰς τὸ διαλῦσαι to receive full powers to treat, Id.3.15.7, cf. D.H.2.45, D.S.17.47 ;μετ' ἐξουσίας καὶ ἐ. Act.Ap.26.12
.II guardianship, Pl.Lg. 924b, etc.; ἐπιτροπῆς κατάστασις, διαδικασία, Arist.Ath.56.6 ;ἀποχὴ τῆς ἐ. POxy.898.24
(ii A.D.); ἐπιτροπῆς δικάζεσθαι, of an action brought by a ward against a guardian, Lys.Fr.27 ;καταγιγνώσκειν τὴν ἐ. D.29.58
;ἐπιτροπῆς κρίνειν τινά Plu.2.844c
.2 office of a Roman procurator,ἡ τοῦ ἰδίου λόγου ἐ. BGU16.8
(ii A.D.): generally, stewardship, PLond.2.454.10 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπή
-
14 ἐπιτροπή
ἐπι-τροπή, ἡ, das Anheimstellen, Überlassen; bes. die Entscheidung j-s; bes. Entscheidung des Schiedsrichters, εἰς ἐπιτροπὴν ἔρχονται, sie gehen zu einem Vergleiche vor den Schiedsrichter; Erlaubnis, Vollmacht; Aufsicht, Verwaltung, Vormundschaft; ἐπιτροπῆς δίκη, Vormundschaftsklage; δόντες ἑαυτοὺς εἰς τὴν τῶν ' Ρωμαίων ἐπιτροπήν, sich in den Schutz der Römer begeben; bes. deditio in fidem, wenn sich der Überwundene dem Sieger auf Gnade u. Ungnade ergibt -
15 επιτροπή
comité -
16 επιτροπή
1) komisja (f) rzecz.2) komitet (m) rzecz. -
17 επιτροπή
1) komise2) komité3) výbor -
18 επιτροπή
1) committee2) tribunalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιτροπή
-
19 κοινοβουλευτική επιτροπή
cобраниcката комиcиjаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κοινοβουλευτική επιτροπή
-
20 encümen
επιτροπή
См. также в других словарях:
ἐπιτροπή — reference fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιτροπή των Περιφερειών — Συμβουλευτικό όργανο των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και περιφερειακής διοίκησης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει 222 μέλη που διορίζονται ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση των κρατών μελών. Η θητεία τους… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
επιτροπή — η συμβούλιο ατόμων στα οποία ανατέθηκε κάποια εντολή (π.χ. η επίβλεψη ή ο έλεγχος έργου, η διαχείριση περιουσίας, η γνωμάτευση σε κάποιο θέμα κτλ.): Εφορευτική επιτροπή εκλογικού τμήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτροπῇ — ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres ind mp 2nd sg ἐπιτροπέω to be an administrator pres subj act 3rd sg ἐπιτροπή reference fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επιτροπή Εθνικής Σωτηρίας — Όργανο του επαναστατικού καθεστώτος στη Γαλλία (1793). Την αποτελούσαν 12 μέλη και συγκροτήθηκε από την Εθνοσυνέλευση, που το 1792 ανακήρυξε την Α’ Δημοκρατία. Σε αυτήν, που γρήγορα συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, δέσποζαν οι μορφές του… … Dictionary of Greek
Επιτροπή των Ελλήνων — Φιλελληνικό σωματείο του Παρισιού (1823). Βλ. λ. φιλελληνισμός … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Επιτροπή — Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.) με εκτελεστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. Αποτελεί τον θεματοφύλακα των συνθηκών παράλληλα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. λ.) και εκπροσωπεί την Ευρωπαϊκή Ένωση στον διεθνή χώρο. Είναι γνωστή και ως… … Dictionary of Greek
Σωτηρίας, Επιτροπή Κοινής- — (Comite du Salut Public). Επιτροπή της γαλλικής Συμβατικής Συνέλευσης που συγκροτήθηκε στις 6 Απριλίου 1793. Η Επιτροπή είχε εννέα μέλη, ανάμεσα στα οποία και οι Δαντών, Μπαρέρ και Καμπόν. Σκοπός της ήταν η λήψη μέτρων για την απόκρουση της… … Dictionary of Greek
Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — (ΟΚΕ). Όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Τα μέλη εκπροσωπούν τους διάφορους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής των κρατών μελών και διορίζονται για 4 έτη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με πρόταση των… … Dictionary of Greek
Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… … Dictionary of Greek